- συνέριθος
- συνέρῑθος , συνέριθοςfellow-workerfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνέριθος — ὁ, ἡ, Α 1. συνεργάτης, βοηθός στη δουλειά («Κύπρις συνέριθος ἀέθλων», Απολλ. Ρόδ.) 2. ως επίθ. αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔριθος «ημερομίσθιος εργάτης, υπηρέτης»] … Dictionary of Greek
ξυνερίθω — συνερί̱θω , συνέριθος fellow worker fem nom/voc/acc dual συνερί̱θω , συνέριθος fellow worker fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυνερίθοις — συνερί̱θοις , συνέριθος fellow worker fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίθοις — συνερί̱θοις , συνέριθος fellow worker fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίθου — συνερί̱θου , συνέριθος fellow worker fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίθους — συνερί̱θους , συνέριθος fellow worker fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίθων — συνερί̱θων , συνέριθος fellow worker fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνερίθῳ — συνερί̱θῳ , συνέριθος fellow worker fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέριθοι — συνέρῑθοι , συνέριθος fellow worker fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέριθον — συνέρῑθον , συνέριθος fellow worker fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)